Αποφασιστικότητα & Διαλλακτικότητα Α’ μέρος
Σε κάθε μορφή προσωπικής σύγκρουσης ο συνδυασμός των δύο στοιχείων της αποφασιστικότητας και της διάθεσης για διαπραγμάτευση είναι αναγκαίες προϋποθέσεις, όχι μόνο για να ανταπεξέλθουμε σε μία σύγκρουση αλλά και για να αξιοποιήσουμε τη ρήξη, κατά τρόπο ώστε να προσφέρει ένα θετικό αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές.
Από τη μία πλευρά, η αποφασιστικότητα καθιστά ξεκάθαρη τη θέση μας, καθώς και τα όρια της ανοχής και της αντοχής μας.
Παρ’ όλα αυτά, συμβαίνει συχνά να ταυτίζουμε την αποφασιστικότητα με το πείσμα. Θεωρούμε πως το να μένουμε σταθεροί στη θέση μας, την άποψή, μας, τη γραμμή μας είναι δείγμα προσωπικής δύναμης.
Πιστεύουμε πως αν φανούμε διαλλακτικοί, θα εκληφθεί από τον άλλον άνθρωπο ως σημάδι δικής μας αδυναμίας. Θεωρούμε πως αυτό με τη σειρά του θα ενισχύσει την αίσθηση πως εκείνος είναι ισχυρότερος και θα στραφεί εναντίον μας με μεγαλύτερη ορμή.
Πράγματι, το να εκλαμβάνεται η διάθεση για διαπραγμάτευση με υποχωρητικότητα συνιστά μία αναπόφευκτη ενστικτώδης αντίδραση.
Είναι ένα υπαρκτό ενδεχόμενο εμείς να έχουμε όλη την καλή διάθεση να επιλύσουμε μία ρήξη (ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει εμείς να κάνουμε το πρώτο βήμα), αλλά η άλλη πλευρά να θεωρήσει πως υποχωρούμε από φόβο ή επειδή νιώθουμε πως δε θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε ή πως αισθανόμαστε αποκλειστική ευθύνη για τη διένεξη.
Αν η ερμηνεία που θα επιλέξει να δώσει είναι αυτή, τότε ενδέχεται να συνεχίσει τη σύγκρουση και μάλιστα με αυξημένη τώρα διάθεση, πιστεύοντας πως είναι πολύ κοντά στο να επικρατήσει πλήρως.
Από την άλλη πλευρά, δε θα μπορέσουμε να λύσουμε τη διένεξη, αν δεν προσπαθήσουμε. Αν δεν κάνουμε ένα πρώτο βήμα. Αν η στάση μας δεν είναι διαλλακτική και προσανατολισμένη στο να βρεθεί κοινό έδαφος συνεννόησης.
Το ζητούμενο, άλλωστε, δεν είναι να κυριαρχήσουμε βίαια πάνω στο άλλο πρόσωπο.
Ακόμα και αν χρειαστεί να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, αυτό θα πρέπει να εξυπηρετεί το να γίνει σεβαστή η θέση μας και όχι με σκοπό να επιβληθούμε και να υποτάξουμε.
Δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι περισσότερες περιπτώσεις διαπροσωπικών συγκρούσεων αφορούν σχέσεις που θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά τη ρήξη.
Επομένως, θα πρέπει να αποδεχτούμε πως δεν μπορεί να επιλυθεί εποικοδομητικά μία κρίση, αν η προτεραιότητα είναι να θριαμβεύσουμε και να ταπεινώσουμε το άλλο άτομο.
Βασικές περιπτώσεις στις οποίες επιδεικνύουμε διαλλακτική διάθεση:
α. Όταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε είναι τέτοιο, που αν αποφασίσουμε να μείνουμε μέσα σε αυτό η διαλλακτική στάση είναι υποχρεωτική (π.χ. στο χώρο εργασίας).
β. Όταν δεν επιθυμούμε να προκληθεί αγεφύρωτο χάσμα στη σχέση μας (π.χ. σχέση γονέα με το παιδί)
γ. Όταν αισθανόμαστε ότι το σφάλμα για τη σύγκρουση βαραίνει κυρίως εμάς
Μέσα από τη διαλλακτική μας προσέγγιση, επικοινωνούμε μία πληροφορία, ένα μήνυμα:
– αφ’ ενός ότι είμαστε ανοιχτοί στο να τα βρούμε,
– αφ’ ετέρου όμως όχι με μονόπλευρο κόστος εις βάρος μας.
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς τα θεμελιώδη κοινά σημεία μεταξύ της διαδικασίας συνδιαλλαγής προκειμένου δύο άνθρωποι να τα ξαναβρούν και της αντίστοιχης επίσημης διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο πλευρών.
Επί της ουσίας, ακόμα και αν δεν το αναφέρουμε ρητά, η προσπάθεια για να επιλύσουμε τη διαφορά μας (έστω και με το πιο κοντινό μας πρόσωπο) συνιστά μία διαπραγμάτευση.
Όπως και στη σύγχρονη μορφή διαπραγμάτευσης, έτσι και στις προσωπικές σχέσεις ισχύουν τα παρακάτω βήματα:
1. Μπαίνουμε στη θέση του ανθρώπου με τον οποίο έχουμε τη διαφορά και προσπαθούμε (όσο αυτό είναι δυνατόν) να δούμε την κατάσταση από τη δική του οπτική. Επιδεικνύουμε δηλαδή ενσυναίσθηση
2. Δε σπεύδουμε να προτείνουμε λύσεις, αλλά δίνουμε χρόνο και χώρο στο να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μας έχει ενοχλήσει και τι είναι αυτό που έχει πειράξει τον άλλον άνθρωπο. Συγκεντρώνουμε δηλαδή πληροφορίες
3. Αποδεχόμαστε πως δεν μπορούμε να αναμένουμε από την άλλη πλευρά να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και πράττει, αν δεν κάνουμε κι εμείς το ίδιο
4. Μπορεί να χρειαστεί να απολογηθούμε για μία μας ενέργεια, αλλά δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να απολογούμαστε διαρκώς ή για κάθε ζήτημα που προκύπτει και οδηγεί σε ρήξη.
Πως όμως θα γνωρίζουμε πόσο διαλλακτικοί θα πρέπει να είμαστε κάθε φορά, ώστε ούτε να υπερασπιζόμαστε τη θέση μας με εμμονή, αλλά ούτε και να βιαστούμε να προσφέρουμε περισσότερα από όσα η άλλη πλευρά είναι διατεθειμένη να δεχθεί?
Στο επόμενο άρθρο θα δούμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ενώ παράλληλα θα θίξουμε περισσότερες πτυχές του συνολικότερου αυτού του ζητήματος.
Add Comment